Κατεβαίναμε την Κωνσταντινουπόλεως. Συνθήματα και μερικά σπασίματα. Θρύψαλλα η τζαμαρία του μαυραγορίτη. Σιγά μη κλάψω, που έλεγες κι εσύ. «Αγοράζω χρυσό, πουλάω χρυσή αυγή». Στο Κερατσίνι τα σπίτια είναι χαμηλά, όπως το τραγούδαγε η Σωτηρία Μπέλλου, η μόνη σωτηρία που μπορεί να αναγωρίσει κανείς με την ψυχή του. Δε θα μας σώσει κανείς. Μόνο οι γιαγιάδες. Μόνο η μνήμη. Μόνο η λαϊκή Ιστορία. Η ιστορία που ξέρει να σου διηγηθεί η Ζανιά Κότσικα και η γυναίκα της Πάτρας.
Κατεβαίναμε την Κωνσταντινουπολέως. Φτάσαμε στην πλατεία του δημαρχείου. Ανάμεσα στα συνθήματα και τις σειρήνες, ένα αλογάκι, όπως αυτά στο λούνα παρκ, καρφωμένο πλάι σε ένα περίπτερο, έπαιζε τη μονότονη μουσική του. Σαν μοναχική παραφωνία ανάμεσα σε οδοφράγματα, τις εκρήξεις, τα χημικά, τις φωτιές, τις φωνές των διαδηλωτών.
Ο Παύλος μικρό παιδί να παίζει στην πλατεία. Η μάνα του να τον κρατά από το χέρι.
Είχαμε ρε Παύλο στη γειτονιά αλογάκια του λούνα παρκ πριν τριάντα χρόνια; Είχαμε στη γειτονιά φασίστες; Πού ήταν οι φασίστες όταν στήναμε γιορτές στο σχολείο για την επέτειο του Πολυτεχνείου; Θυμάσαι εσύ κανέναν πούστη να αρνείται πως μπήκαν τα τανκς στο Πολυτεχνείο, πως υπήρξαν νεκροί; Τι ήταν τα ονόματα που διάβαζα στο μικρόφωνο, μούφα; Τα τραγούδια που έλεγες εσύ, η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, στις 17 Νοέμβρη, και το λεβέντης εροβόλαγε, στις 28 Οκτώβρη, είχες φανταστεί εσύ πως θα μας τα γυρνούσαν τούμπα; Πως θα έμπαιναν στη Βουλή αυτοί που λένε "στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο"; Θυμάσαι να αρνείται κανείς το Ολοκαύτωμα; Πού ήταν όλοι αυτοί;
Φτάσαμε στην πλατεία του δημαρχείου. Ξένοι στα μέρη σου. Αλλά πολλοί, πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί. Κι οι γείτονές σου, στα μπαλκόνια τους, στις αυλές, στα πεζοδρόμια. Μαζί μας. Δεν ξέραμε κατά πού να κάνουμε. Μας είπαν από τις ντουντούκες να προχωρήσουμε προς τα στενά, προχωρήσαμε. Και ξαφνικά, ένα άλλο κομμάτι της πορείας, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, άρχισε να τρέχει πανικόβλητο προς τα εμάς, ενώ ακούγονταν κρότοι. Οι μπάτσοι μάς σκάγανε δακρυγόνα μες στα μούτρα. Στα στενά, ρε Παύλο, στα στενά. Τρέχαμε όλοι προς κάθε κατεύθυνση. Και τότε, έγινε ένα θαύμα, απ' αυτά τα γνήσια που συμβαίνουν μόνο στις λαϊκές γειτονιές.
Μια γιαγιάκα άνοιξε την πόρτα για να μπάσει κόσμο στο σπίτι της. Αφού μπούκαραν καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες στη βεράντα της γιαγιούλας, έβγαλε το κεφάλι της, κοίταξε πάνω- κάτω μην έρχεται κανείς κι έπειτα έκλεισε τη σιδερένια εξώπορτα με το κρύσταλλο. Κοίταξε πάνω-κάτω έντρομη, όπως όταν φυγάδευαν τους πάντα κυνηγημένους σ' αυτόν τον τόπο. Σα σκηνή από τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο. Λίγα βήματα πιο πέρα, μια άλλη γιαγιά, βλέποντας το πλήθος αλαφιασμένο να τρέχει, φώναζε πως οι ίδιοι που σκότωσαν το παιδί, τώρα κάνουν τις φασαρίες και κυνηγάνε τον κόσμο.
Και πες μου από 'κει που είσαι ποιος από όλα τα πληρωμένα τσουτσέκια, τους δημοσιογράφους του κώλου, των ντεμέκ "έγκριτων" συμβατικών μέσων, ποιος θα μπορούσε να κάνει την ανάλυση της γιαγιάς από το Κερατσίνι, που ξέρει τι ποσοστά μάζεψε η Χ.Α. στα αστυνομικά τμήματα που ψήφιζαν οι μπάτσοι και τις σχέσεις τους με τη μαφία και τους πληρωμένους δολοφόνους που σε σκότωσαν. Πες μου από ΄κεί που είσαι. "Μα αυτό που με ξεκάνει και μου σταματάει το νου, είναι πως δεν είσαι καν αλλού."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου