Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Για το Μπέλφαστ, για το Γιόρκσαΐρ, για το Μπρίξτον…


Μια ματιά στo κύμα ενθουσιωδών αντιδράσεων ανθρώπων από όλο τον πλανήτη στα κοινωνικά δίκτυα αρκεί για να επιβεβαιωθεί κάτι που ήδη ξέραμε: η Μάργκαρετ Θάτσερ πεθαίνει ως πιο λαομίσητη πολιτικός των τελευταίων δεκαετιών.

Η προ­σμο­νή του θα­νά­του της Θά­τσερ έγινε ανα­πό­σπα­στο τμήμα της κουλ­τού­ρας των «από κάτω» στη Βρε­τα­νία (αλλά και διε­θνώς), όπως εκ­φρά­στη­κε με συν­θή­μα­τα, τρα­γού­δια κλπ. Το «πάρτι όταν πε­θά­νει», απο­δεί­χθη­κε πως δεν ήταν υπερ­βο­λι­κό αστείο. Στους δρό­μους του Μπρίξ­τον, της Γλα­σκώ­βης, του Λιντς, του Μπέλ­φαστ ξέ­σπα­σαν πα­νη­γυ­ρι­σμοί και άνοι­ξαν σα­μπά­νιες και πολλά ακόμα πάρτι ορ­γα­νώ­νο­νται. Στις κοι­νό­τη­τες των -κλει­στών πια- ορυ­χεί­ων στο Γιόρκ­σαϊρ οι πα­λιοί αν­θρα­κω­ρύ­χοι συ­γκε­ντρώ­θη­καν στις παμπς τους και γιόρ­τα­σαν το γε­γο­νός, εκ­φρά­ζο­ντας θλίψη «μόνο για τους συ­να­δέλ­φους που δεν είναι πια μαζί μας, δεν πρό­λα­βαν να την δουν νεκρή». Η διά­ση­μη ιστο­σε­λί­δα isthatcherdeadyet.​co.​uk («πέ­θα­νε η Θά­τσερ»;) άλ­λα­ξε το «όχι ακόμα» με ένα πα­νη­γυ­ρι­κό «ΝΑΙ! Η Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ πέ­θα­νε» και καλεί τους επι­σκέ­πτες της να ενη­με­ρώ­σουν για το πώς θα το γιορ­τά­σουν.
Είναι η «εκ­δί­κη­ση» των θυ­μά­των της πο­λι­τι­κής της, για τα οποία δεν έχυσε δάκρυ κα­νείς από τους με­γα­λο­σχο­λια­στές των ελίτ που γρά­φουν ύμνους στην κυρία και επι­κρί­νουν τους «ασε­βείς».
Είναι η «εκ­δί­κη­ση» όσων θυ­μό­μα­στε:

Τον Μπό­μπι Σαντς και τους άλ­λους Ιρ­λαν­δούς απερ­γούς πεί­νας, που αφέ­θη­καν να πε­θά­νουν αιχ­μά­λω­τοι στα κελιά της Αυτού Με­γα­λειό­τη­τας, για να απο­δεί­ξει η «Κυρία» ότι είναι «Σι­δη­ρά».

Τους αν­θρα­κω­ρύ­χους που σκο­τώ­θη­καν στις άγριες συ­γκρού­σεις με την αστυ­νο­μία στη διάρ­κεια της ηρω­ι­κής απερ­γί­ας τους. Αλλά και όλους τους αν­θρα­κω­ρύ­χους, τις οι­κο­γέ­νειές τους, τον κόσμο των κοι­νο­τή­των τους που ρη­μά­χτη­καν οι ζωές τους από την νίκη της Θά­τσερ και το κλεί­σι­μο των ορυ­χεί­ων.

Τους νε­κρούς στον «Πό­λε­μο των Φώ­κλαντ», τον οποίο εξα­πέ­λυ­σε για να μα­ζέ­ψει το πο­λι­τι­κό κε­φά­λαιο που χρεια­ζό­ταν στον πό­λε­μό της ενά­ντια στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Ανά­με­σά τους, οι 323 ναύ­τες του Belgrano, το οποίο η Θά­τσερ έδωσε εντο­λή να βυ­θι­στεί ενώ το πλοίο βρι­σκό­ταν εκτός της «ζώνης απο­κλει­σμού» και επι­χει­ρού­σε να απο­μα­κρυν­θεί από το βρε­τα­νι­κό στόλο.

Τα παι­διά σε όλη τη Βρε­τα­νία που στε­ρή­θη­καν το γάλα και το πρω­ι­νό που πα­ρεί­χαν τα δη­μό­σια σχο­λεία, προ­τού τα κα­ταρ­γή­σει η κυ­βέρ­νη­ση Θά­τσερ.

Τα εκα­τομ­μύ­ρια ερ­γα­ζο­μέ­νων και φτω­χών που είδαν το κοι­νω­νι­κό κρά­τος να δια­λύ­ε­ται, τα συν­δι­κά­τα και τα ερ­γα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα να συ­ντρί­βο­νται, να χά­νουν τις δου­λειές τους μα­ζι­κά. Τα παι­διά και τα εγ­γό­νια αυτών των αν­θρώ­πων, που με­γά­λω­σαν σε φτω­χές οι­κο­γέ­νειες σε ρη­μαγ­μέ­νες πό­λεις και «έμα­θαν» να μι­σούν τη Θά­τσερ, χωρίς να την έχουν καν προ­λά­βει.

Τους 96 νε­κρούς οπα­δούς της Λί­βερ­πουλ στο Χίλ­σμπο­ρο. Η απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας λίγο καιρό πριν, για τις ευ­θύ­νες της αστυ­νο­μί­ας και την συ­νει­δη­τή κυ­βερ­νη­τι­κή συ­γκά­λυ­ψη, τους δι­καί­ω­σε. Όπως έγρα­ψε ο άγ­γλος αθλη­τι­κός συ­ντά­κτης για την κρι­τι­κή που δέ­χτη­κε η Μάν­τσε­στερ Γιου­νάι­τεντ επει­δή δεν κρά­τη­σε ενός λε­πτού σιγή, «υπάρ­χουν του­λά­χι­στον 96 λόγοι για να μην τι­μη­θεί η Θά­τσερ».

Τα παι­διά του Μπρίξ­τον και κάθε άλλου δια­δη­λω­τή που τα κό­κα­λά του χτυ­πή­θη­καν από τα γκλο­μπς της αστυ­νο­μί­ας, του βα­σι­κού στη­ρίγ­μα­τος της Θά­τσερ.

Τα θύ­μα­τα στη Χιλή του αγα­πη­μέ­νου της δι­κτά­το­ρα Πι­νο­σέτ (τον οποίο στή­ρι­ζε με οι­κο­νο­μι­κή και στρα­τιω­τι­κή βο­ή­θεια). Τα θύ­μα­τα του απαρτ­χάιντ στη Νότιο Αφρι­κή, το οποίο υπε­ρα­σπι­ζό­ταν θερμά κα­ταγ­γέ­λο­ντας το Αφρι­κα­νι­κό Εθνι­κό Κο­γκρέ­σο του Νέλ­σον Μα­ντέ­λα ως τρο­μο­κρα­τι­κή ορ­γά­νω­ση.

Τις γυ­ναί­κες, τους ομο­φυ­λό­φι­λους, τους με­τα­νά­στες, που μπή­καν στο στό­χα­στρο των συ­ντη­ρη­τι­κών πο­λι­τι­κών και ιδεών της, που έζη­σαν στο ζο­φε­ρό γκρί­ζο τοπίο της Βρε­τα­νί­ας του ’80.

Τη μέρα του θα­νά­του της, το δη­μο­φι­λές συ­γκρό­τη­μα Cumbawamba, έδωσε στην κυ­κλο­φο­ρία το προ­α­ναγ­γελ­θέν εδώ και καιρό CD «εις μνή­μην της Θά­τσερ». Στην πα­νη­γυ­ρι­κή τους ανα­κοί­νω­ση, που το­νί­ζει πως ναι θα συ­νε­χί­σου­με να πα­λεύ­ου­με, αλλά προς το παρόν μπο­ρού­με να πιού­με και να χο­ρέ­ψου­με, απα­ντούν στους «πο­λι­τι­κά πο­λι­τι­σμέ­νους»: «Αν πρέ­πει να δεί­ξου­με λίγη ευ­λά­βεια και ευ­πρέ­πεια τέ­τοιες στιγ­μές, εντά­ξει. Στέλ­νου­με τη βα­θύ­τε­ρή μας συ­μπά­θεια στις οι­κο­γέ­νειες όλων των θυ­μά­των της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ».

Η Θά­τσερ μι­σού­σε βαθιά τους «από κάτω» και το ίδιο βαθύ μίσος ει­σέ­πρατ­τε από τα χρό­νια της στην κυ­βέρ­νη­ση μέχρι τη μέρα του θα­νά­του της. Ο άν­θρω­πος που πε­ριέ­γρα­ψε κα­λύ­τε­ρα από όλους αυτό το συ­ναί­σθη­μα ήταν ο David Hopper, γραμ­μα­τέ­ας της ένω­σης αν­θρα­κω­ρύ­χων του Durham. Ο πρώην αν­θρα­κω­ρύ­χος έκλει­σε τα 70 τη Δευ­τέ­ρα και δή­λω­σε:

«Είναι από τα κα­λύ­τε­ρα γε­νέ­θλια που είχα ποτέ… κα­τέ­στρε­ψε την κοι­νό­τη­τά μας, τα χωριά μας, τους αν­θρώ­πους μας. Το συν­δι­κά­το ανυ­πο­μο­νού­σε γι’ αυτή τη μέρα και χαί­ρο­μαι που έζησα να την δω να πε­θαί­νει. Είναι μια με­γά­λη μέρα για όλους τους αν­θρα­κω­ρύ­χους, φα­ντά­ζο­μαι θα κά­νου­με αντι­δια­δή­λω­ση τη μέρα της κη­δεί­ας της».

Ο Μπό­μπι Σαντς, λίγο πριν πε­θά­νει, έγρα­ψε πως «εκ­δί­κη­σή μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας». Δεν γί­νε­ται να μην το θυ­μη­θεί κα­νείς, βλέ­πο­ντας τα γέλια και τους πα­νη­γυ­ρι­σμούς στο Μπέλ­φαστ και αλλού.

Η τε­λι­κή δι­καί­ω­ση θα έρθει όταν θά­ψου­με μια για πάντα την «κλη­ρο­νο­μιά» της.

Στα τσα­κί­δια Μάγκι Θά­τσερ.
Αναδημοσίευση από rproject

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου